- βαλσάμου
- βάλσαμονbalsam-treeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OPOBALSAMUM — de succo proprie, sicut balsamum de aibore; cum Iustin. l. 36. c. 3. inversâ vice opobalsamum pro arbore, balsamum pro lacrima posuerit: Graece ὀποβάλσαμον, quasi ὀπὸς τῆς βαλσάμου. Plin. l. 12. c. 25. Sucus e plaga manat, quem opobalsamum vocant … Hofmann J. Lexicon universale
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την … Dictionary of Greek
ευθέριστος — εὐθέριστος, ον (Α) 1. αυτός που θερίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθέριστον είδος βαλσάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θερίζω] … Dictionary of Greek
ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον … Dictionary of Greek
θεριστός — θεριστός, ή, όν (ΑΜ) [θερίζω] μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεριστά ό,τι έχει θεριστεί αρχ. 1. αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστόν είδος βάλσαμου … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
Νίκολ, Γουίλιαμ — (William Nicol, ;1768 – Εδιμβούργο 1851. Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όπου είχε ως μαθητή τον Μάξγουελ. Είναι γνωστός για τις έρευνες επί της πόλωσης του φωτός. Το 1828 ανακάλυψε το πρίσμα που φέρει το όνομά του· … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ροντόνια — (Rondonia). Έδαφος της δυτικής Βραζιλίας, που ορίζεται στα Δ και στα Ν από τη Βολιβία, στα Β και στα Α αντίστοιχα από τις Ομόσπονδες Πολιτείες Αμαζόνας και Μάτο Γκρόσο. Έχει έκταση 238.379 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι το Πόρτου Βέλιου, στη δεξιά όχθη … Dictionary of Greek